-
1 глухой
επ., βρ: глух, -а, -о; глуше.1. κουφός, κωφός•глухой от рождения κουφός γεννητάτος.
|| μτφ. αδιάφορος•он глух ко всем просьбам αυτός ειναι αδιάφορος σ’ όλες τις παρακλήσεις.
2. υπόκωφος, βαθύς, σαν από βάθος προερχόμενος. || κρυφός, άδηλος, αφανέρωτος•-ое недовольствие κρυφή δυσαρέσκεια.
3. πυκνός, αδιαπέραστος από χαμόκλαδα• άγριος.4. απόμακρος, απομακρυσμένος• απόκεντοος. || έρημος, ασύχναστος•-ая улица νεκρή οδός.
5. Κατάκλειστός, κλειστός από παντού.6. μτφ. βαθύς, προχωρημένος (για νύχτα, φθινόπωρο).εκφρ.-ое время ή -ая пора – καιρός μαρασμού, παρακμής, νεκρή εποχή•- ая дверь – ψευτόπορτα•- ое окно – ψευτοπαράθυρο•- ая стена – τυφλός τοίχος (χωρίς πόρτα και παράθυρα)•- ая -крапива – είδος τσουκνίδας που δεν προκαλεί κνησμό•- согласный – άηχο σύμφωνο•- ая плотина – φράγμα χωρίς οπές•глухой хирургический шов – συρραφή των χειλέων πληγής.
См. также в других словарях:
глухо́й — ая, ое; глух, глуха, глухо; глуше. 1. Полностью или частично лишенный слуха. Глух на одно ухо. □ Старуха на все мои вопросы отвечала, что она глуха, не слышит. Лермонтов, Тамань. Я не хочу высшего назначения слышите ли, не хочу!.. Слышу! я не… … Малый академический словарь